Γράφει: Βαρβαρήγος Άκης
Ως γνωστόν, οι Έλληνες γνωρίζουν το 1821 μόνο από τις επετείους, τους πανηγυρικούς, τις προτομές και τα μνημεία. Εκατόν ενενήντα δυο χρόνια μετά την Επανάσταση, η συλλογική εθνική μνήμη μοιάζει να βρίσκεται εγκλωβισμένη στην αγιογραφική μυθοποίηση του παρελθόντος, διανθισμένη ενίοτε με τα απαραίτητα εθνικοπατριωτικά σύμβολα.
Ωστόσο, η μείωση της ιδεολογικής φόρτισης μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την ανάδειξη των νέων ερμηνευτικών μοντέλων της ιστοριογραφίας του Αγώνα. Έτσι, η καταγραφή αγνοημένων και αθέατων όψεων του 1821, που δεν φωτίζονται επαρκώς από τις συμβατικές μελέτες, διανοίγουν χρήσιμα περάσματα, προκειμένου «να κατανοήσουμε το μεγάλο γεγονός». H μικροϊστορία, που πηγάζει από τις πηγές, αποσπάται από τα μεγάλα πολεμικά γεγονότα και τις πράξεις μεγάλων προσωπικοτήτων, καταγράφοντας περισσότερο τον καθημερινό βίο και το ξεκομμένο γεγονός, στο πλαίσιο της αποτύπωσης μιας ευρύτερης ιστορικής πραγματικότητας.
Θησαυρό πληροφοριών για την Επανάσταση αποτελούν τα χρονικά των βρετανών εθελοντών που κατέκλυσαν την Ελλάδα, ιδιαίτερα από το 1823 και μετά. Πέρα από την κορυφαία μορφή της βρετανικής αποστολής, τον λόρδο Byron, εκείνος που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ο βρετανός φιλέλληνας Edward Trelawny με τον εκκεντρικό και ιδιόρρυθμο χαρακτήρα. Οι μαρτυρίες του, που πρόσφατα εκδόθηκαν στην Ελλάδα, καταγράφουν τις συμφορές και τα πάθη του πολέμου, προσφέροντας άγνωστες λεπτομέρειες στην ιστοριογραφία του ‘21. O Trelawny, αφού περιπλανήθηκε στις ασιατικές θάλασσες και στην Αμερική, βρέθηκε το 1820 στην Ιταλία, όπου έζησε στο περιβάλλον του βρετανού ποιητή Shelley. Εκεί γνώρισε τον Byron, τον οποίο ακολούθησε το 1823 στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Οι αναμνήσεις του Trelawny, από το ταξίδι του στο Μοριά τον Δεκέμβριο του 1823, εξεικονίζουν τις άδηλες πτυχές του πολέμου. Εικόνες που αποδίδουν το στίγμα του παραλογισμού των συγκρούσεων: «Τριπολιτσά, Άργος, Κόρινθος. Περνώντας από τον μουλαρόδρομο των Δερβενακίων βλέπαμε τους σκελετούς των Τούρκων του Δράμαλη… άνθρωποι, μουλάρια, καμήλες, όλα ανακατωμένα. Τα όρνια κατάφαγαν τις σάρκες και ο ήλιος λεύκανε τα κόκκαλα». Δεν απουσιάζουν οι αναφορές σε πρόσωπα και πολιτικά πράγματα, από τις οποίες προκύπτουν νέοι προβληματισμοί σχετικά με τον χαρακτήρα του Αγώνα: «οι στρατιωτικοί ηγέτες κυριαρχούσαν παντού. Θεωρούσαν τα εδάφη που πήραν από τους Τούρκους νόμιμη λεία». Όσο για τους Φαναριώτες, έγραφε: «αυτοί οι ευλύγιστοι και επιδέξιοι μηχανορράφοι γλιστρούσαν κρυφά από τσαντίρι σε τσαντίρι και από αρχηγό σε αρχηγό ποτίζοντας και δηλητηριάζοντας τα μυαλά με πανούργες εισηγήσεις».
Αφού περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη της νότιας Ελλάδας, έκανε μια στάση στην Αθήνα, όπου εκεί γνώρισε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ο καπετάνιος της Ρούμελης, καθώς ετοιμαζόταν για εκστρατεία στην Εύβοια, ρώτησε τον βρετανό εθελοντή: «Θέλεις να έρθεις μαζί μου;». Ο Trelawny, σε μια επίδειξη επαναστατικού τυχοδιωκτισμού, παράτησε την αποστολή που του είχε ανατεθεί από το Φιλελληνικό Κομιτάτο («παράρτημα» του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών) και βρέθηκε στα πεδία των μαχών: «οι ενέδρες μας, οι αιφνιδιασμοί μας, οι βραχοπόλεμοι, οι λαφυραγωγικές επιδρομές μας, οι καταδιώξεις από το τουρκικό ιππικό, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες, όλα ανακατωμένα με διαβούλια, συνθήκες, φιλονικίες, ίντριγκες και αδιάκοπες αλλαγές. Έτσι, σαν την παγάνα του ζαρκαδιού, σαν τον πόλεμο των αγρίων της Αφρικής».
Ο Trelawny αφοσιώθηκε στον Ανδρούτσο μέχρι λατρείας: «Θα ανέβω μαζί του ή θα πέσω μαζί του. Έχω ενώσει την τύχη μου με την τύχη αυτού του ανθρώπου». Στο μεταξύ, πέθανε ο Byron. Τον Απρίλιο του 1824, ο Trelawny έφτασε στο Μεσολόγγι για να «αποχαιρετίσει» τον φίλο του. Εκεί κατέγραψε μια μοναδική εικόνα του νεκρού λόρδου: «Το μεγάλο μυστήριο λύθηκε. Τα δυο πόδια ήταν παραμορφωμένα, οι κνήμες ατροφικές ως τα γόνατα. Είχε την πλαστικότητα και τα χαρακτηριστικά ενός Απόλλωνα και τα πόδια ενός σατύρου των δασών. Ήταν μια κατάρα το αλυσόδεμα ενός περήφανου και υψιπετούς πνεύματος στην άθλια γη». Αργότερα συνέχισε την τρικυμιώδη και ρέμπελη ζωή στο πλευρό του Οδυσσέα στη Μαύρη Τρούπα του Παρνασσού, ένα απροσπέλαστο και απόρθητο οχυρό. Εκεί επωμίστηκε τη φύλαξη της οικογένειας και των προσωπικών θησαυρών του καπετάνιου.
Πλάι στον Οδυσσέα ξέφυγε από τον έλεγχο των βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών. Στα γράμματα που στέλνει κατά καιρούς, διατύπωνε ριζοσπαστικές πολιτικές απόψεις: «Ξένο βασιλιά, λένε. Δηλαδή ο Μαυροκορδάτος λέει, πως οι προεστοί του Μοριά θέλουν όλοι βασιλιά. Κι ο Κουντουριώτης πέρα για πέρα. Αυτά είναι τα χειρότερα νέα που άκουσα. Δεν ζήτησαν ποτέ την γνώμη του λαού. Ξέρω πως στρατός και λαός αποκρούουν εντελώς βασιλιά». Στο φυσικό οχυρό του Οδυσσέα, ο Trelawny έζησε σωστός αντάρτης. Εκεί παντρεύτηκε την αδελφή του καπετάνιου. Οι δεσμοί τους έγιναν στενότεροι: «ορκιστήκαμε να μαστε αδέρφια, του είμαι αφοσιωμένος, η οικογένειά του μου είναι αγαπητή… δεν αλλάζω δρόμο».
Ύστερα από τον θάνατο του Byron και την ανάκληση του Stanhope (επίτροπος του βρετανικού δανείου στην Ελλάδα), ο Trelawny βρέθηκε ξαφνικά απομονωμένος και ανίσχυρος. H επαναστατική κυβέρνηση αποφάσισε να εξοντώσει, εκτός από τον Οδυσσέα και τον τυχοδιώκτη Βρετανό. Το σχέδιο προέβλεπε σε πρώτη φάση, το φόνο του Trelawny και την κατάληψη του οχυρού. Δυο συμπατριώτες και σύντροφοι του Trelawny, «διψασμένοι» για τα μυθικά πλούτη της σπηλιάς, δέχτηκαν να αναλάβουν την εξόντωση του φίλου τους. Έτσι, τον Ιούνιο του 1825 σε μια επίδειξη σκοποβολής, οι δυο Βρετανοί πυροβόλησαν πισώπλατα τον ανυποψίαστο Trelawny. Όμως ο Trelawny θα επιζήσει. Με την βοήθεια των συμπολεμιστών του ανάρρωσε και διέφυγε στην πατρίδα του, όπου θα μάθει για την δολοφονία του φίλου του Ανδρούτσου. Τι ειρωνεία! Και οι δυο έπεσαν θύματα προδοσίας από άλλοτε πιστούς συμπατριώτες τους.
Ο Trelawny πέθανε το 1881 σε ηλικία 89 ετών. Το βλήμα που δέχτηκε στη σπηλιά έμεινε για πάντα σφηνωμένο στο κορμί του. Έμελλε να το πάρει στον τάφο. H ασήμαντη ιστορία του σκληροτράχηλου βυρωνικού επαναστάτη, που αναδύεται από το περιθώριο της δράσης, αποδίδει το στίγμα της ιστορικοπολιτικής ατμόσφαιρας της συγκεκριμένης περιόδου. Είναι το αθέατο βίωμα, δίχως εξιδανικευμένες εικόνες, που έρχεται να προσδώσει ένα ανθρωπολογικό περιεχόμενο στην κυρίαρχη εθνική αφήγηση.
Λιθογραφία: Αλέξανδρος Ησαίας